νυχτερινός

νυχτερινός
και νυκτερινός, -ή, -ό (ΑΜ νυκτερινός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύχτα ή αυτός που συμβαίνει κατά τη νύχτα (α. «νυχτερινές ειδήσεις» β. «ἡνίκα αἱ νυκτεριναὶ φυλακαὶ ἤδη ἔληγον», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νυχτερινό
η νυκτωδία, το νοτούρνο
νεοελλ.-μσν.
αυτός που εργάζεται τη νύχτα και αναπαύεται την ημέρα, νυκτόβιος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ νυκτερινός
μουσική σύνθεση για αυλό η οποία παιζόταν κατά τις διονυσιακές εορτές.
επίρρ...
νυχτερινά (Α νυκτερινῶς)
κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. νυκτερ-ινός < νύκτερος* + κατάλ. -ινός (πρβλ. ημερ-ινός). Βλ. και λ. νύχτα.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νυχτερινός — νυχτερινός, ή, ό και νυχτιάτικος, η, ο ο σχετικός με τη νύχτα ή που γίνεται κατά τη νύχτα: Νυχτερινή σιγαλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοτούρνο — το μουσ. μελαγχολική μουσική σύνθεση με αργό ρυθμό που εκτελείται συνήθως τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. notturno «νυχτερινός, νυχτερινό τραγούδι» < λατ. nocturnus «νυχτερινός» < λατ. nox, noctis «νύχτα»] …   Dictionary of Greek

  • Pyx Lax — (греч. Πυξ Λαξ; от древнегреческого выражения «Pyx lax dontax»  пинками и кулаками)  греческая рок группа, игравшая в стиле фолк рок. Была создана в 1989 г. в Афинах (Греция). Основатели: Филиппос Пляцикас (р. 1967), Бабис Стокас… …   Википедия

  • αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… …   Dictionary of Greek

  • βαβουτσικάριος — ο (Μ βαβουτσικάριος) ο εφιάλτης, ο νυχτερινός βραχνάς νεοελλ. πληθ. μεταμφιεσμένοι με περικεφαλαίες, χωρίς μάσκες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι έχει σχέση με τον θηλυκό δαίμονα βάβω, επιβίωση ίσως της Βαυβούς, ενός από τα πρόσωπα… …   Dictionary of Greek

  • βραχνάς — και σβραχνάς και βαρυπνάς, ο (Μ βαρυχνᾱς και βαρυπνᾱς) νυχτερινός εφιάλτης, αποπνικτική κατάσταση κατά τη διάρκεια του ύπνου που προέρχεται από δυσπεψία ή άλλα παθολογικά αίτια, ενώ κατά τη λαϊκή παράδοση προκαλείται από δαιμονικό το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • επινύκτερος — ἐπινύκτερος, ον (Μ) [νύκτερος] αυτός που γίνεται ή υπάρχει κατά τη διάρκεια τής νύχτας, νυχτερινός («ἐπινύκτερα φάσματ’ ὀνείρων», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • καληνύχτισμα — και καληνύκτισμα, το (Μ καληνύχτισμα και καληνύκτισμα) [καληνυχτίζω] ο νυχτερινός αποχαιρετισμός με την ευχή «καληνύχτα» …   Dictionary of Greek

  • κατανυκτικός — ή, ό (AM κατανυκτικός, ή, όν) [κατανύσσω] 1. αυτός που επιφέρει κατάνυξη («κατανυκτική προσευχή») 2. αυτός που γίνεται με κατάνυξη (α. «κατανυκτικές δεήσεις» β. «κατανυκτική ησυχία») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατανυκτικό(ν) είδος εκκλησιαστικού… …   Dictionary of Greek

  • νοκτούρνος — νοκτοῡρνος, ὁ (Μ) νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nocturnus < nox, noctis «νύχτα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”